Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Η ήττα του Καινέα: σχόλιο για την νότια μετόπη Δ' του Παρθενώνα

   Στην Ελληνική μυθολογία, ο Καινέας ήταν Λαπίθης που σκοτώθηκε στην Κενταυρομαχία. Το συγκεκριμένο θέμα παρουσιάζεται σε πολλά αγγεία της αρχαίας Ελλάδας, μεταξύ αυτών και στον κρατήρα του Κλειτία (αγγείο Φρανσουά), όπου απεικονίζεται ο Καινέας με την ασπίδα του να καταποντίζεται από τρεις Κενταύρους.


Λεπτομέρεια από τον κρατήρα του Κλειτία

Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφο αγγείο που αποδίδεται στον Ζωγράφο του Κλεοφράδη. Από τον δικτυακό τόπο www.theoi.com


   Ενδιαφέρον έχει όμως κι ένα αγγείο που αποδίδεται στον Ζωγράφο του Διόσφου και το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο. Χρονολογείται μεταξύ 500-490 π.χ. και απεικονίζει Κένταυρο που επιτίθεται στον Καινέα, ο οποίος έχει γονατίσει στο έδαφος και κραδαίνει ψηλά την ασπίδα του προσπαθώντας να προστατευτεί.



Λούβρο CA 2494
   Η στάση και ο τρόπος που έχει αποδοθεί το θέμα παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες με την τέταρτη νότια μετόπη του Παρθενώνα.






Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Η προϊστορία του ορατού


Πάουλ Κλέε: Φρούτα σε κόκκινο, 1930

«...μαθαίνουμε να βλέπουμε πίσω από την εξωτερική όψη, να κατανοούμε τα πράγματα στη ρίζα τους. Μαθαίνουμε ν' αναγνωρίζουμε αυτό που κυλά από κάτω, να αντιλαμβανόμαστε την προϊστορία του ορατού...»

«...την ονομάζω ζωτική αλήθεια, γιατί είναι αυτές οι βασικές γραμμές που εκφράζουν την προϊστορία και την τωρινή πορεία του αντικειμένου. [...] Σε ένα δέντρο, φανερώνουν αυτά που αντιμετώπισε από την παιδική του ηλικία: πώς άλλα δέντρα μπήκαν μπροστά του και το παραγκώνισαν ή προσπάθησαν να το πνίξουν· πότε και πού κάποια άλλα το προστάτεψαν και μεγάλωσαν στοργικά μαζί του, λυγίζοντας όταν κι αυτό λύγιζε. Ποιοι άνεμοι το παίδεψαν, ποια κλαριά έφεραν τον περισσότερο καρπό... Να προσπαθείς πάντα να βλέπεις στη μορφή τις γραμμές που κυριάρχησαν στην προϊστορία του αντικειμένου και αυτές που θα κυριαρχήσουν στο μέλλον του.»

Ένα απόσπασμα από το δοκίμιο Exakte Versuche im Bereich der bildenden Kunst, 1928 (Ακριβή πειράματα στο χώρο της τέχνης) του Πάουλ Κλέε και ένα του Τζον Ράσκιν από το The Elements of Drawing (1857). Οι υπογραμμίσεις δικές μου.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ο καλλιτέχνης και η πατρίδα του

   Γράφει ο Ράσκιν ότι όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι σε όλες τις εποχές μπόρεσαν να αποδώσουν με επιτυχία μόνο αυτό που γνώρισαν κι αγάπησαν από μικροί. Έτσι, οι Μαντόνες του Ραφαήλ γεννήθηκαν στα βουνά του Ουρμπίνο, ενώ του Γκιρλαντάιο στη Φλωρεντία. Κανείς από αυτούς δεν προσπάθησε να προσδώσει στα μοντέλα του εβραϊκά χαρακτηριστικά χάριν αληθοφάνειας. Αντιθέτως, όσοι ζωγράφοι επέτρεψαν στο πνεύμα τους να υποταχτεί στο πνεύμα ξένων τόπων και καιρών, έχασαν τη δημιουργική τους δύναμη.

«All artists who have attempted to assume, or in their weakness have been affected by, the national peculiarities of other times and countries, have instantly, whatever their original power, fallen to third-rate rank, or fallen altogether; and have invariably lost their birthright and blessing, lost their power over the human heart, lost all capability of teaching or benefiting others.» (Modern Painters Ι)

    Σε παλιότερη ανάρτηση, είχαμε αναφερθεί στη σχέση μεταξύ ιδέας και τόπου. Πράγματι, σε μια πρόσφατη έκθεση είδαμε δύο έργα του Παπαλουκά, φανερά επηρεασμένα από τον ιμπρεσιονισμό, το φως όμως των οποίων δεν είχε καμία σχέση με το φως της Γαλλίας. Πάμπολλα είναι τα παραδείγματα Ελλήνων ζωγράφων που ακολούθησαν τα ξένα ρεύματα με αμφίβολα αποτελέσματα. Κι ενώ το κυνήγι της ελληνικότητας στη ζωγραφική, καθώς και το πάντρεμα των δυτικοευρωπαϊκών ρευμάτων με την ελληνική παράδοση τόσο στις εικαστικές τέχνες, όσο και στη μουσική,  παραμένει μέχρι στιγμής ένα μάλλον θολό τοπίο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσες φορές Έλληνες ζωγράφοι κυνήγησαν το ξένο πνεύμα, θυσιάζοντας ολοκληρωτικά το δικό τους, έχασαν.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Το χάρισμα

«Ο Θεός αναθέτει σε κάθε ένα από τα πλάσματά του μία αποστολή, που αν την εκτελέσουν με εντιμότητα, αν φερθούν όπως αρμόζει στον άνθρωπο και ακολουθήσουν με πίστη το φως που είναι μέσα τους, απομακρύνοντας κάθε τι που μπορεί να το σβήσει ή να το παγώσει, τότε σίγουρα αυτό θα λάμψει έμπροσθεν των ανθρώπων με τον καθορισμένο τρόπο και στον ανάλογο βαθμό, και θα είναι διαρκής και ιερή υπηρεσία. Υπάρχουν άπειρες βαθμίδες λάμψης, αλλά ακόμα και ο πιο αδύναμος ανάμεσά μας έχει ένα χάρισμα, το οποίο όσο κι αν φαίνεται ασήμαντο, είναι κάτι που ταιριάζει μόνο σ' αυτόν, και αν το χρησιμοποιήσει άξια, θα είναι επίσης δώρο και για τους συνανθρώπους του εσαεί.»

(John Ruskin, Modern Painters I)

Ο Ράσκιν και το κρεβάτι του Πλάτωνα

   Έχει γίνει πάρα πολλές φορές αναφορά μέσα απ' αυτές τις αναρτήσεις στον σπουδαίο στοχαστή, τεχνοκριτικό και ζωγράφο του 19ου αιώνα, Τζον Ράσκιν, η σκέψη του οποίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία της Ευρωπαϊκής τέχνης από τον 19ο αιώνα και μετά. Σε ένα χωρίο, λοιπόν, του έργου του Modern Painters I, ο Ράσκιν αναφερόμενος στις αλήθειες της φύσης και την αναπαράσταση, θεωρεί ότι η η χρήση του κιαροσκούρο που θυσιάζει όλες τις άλλες αλήθειες της φόρμας, του φωτός και του χρώματος για να δώσει την ψευδαίσθηση της προβολής, είναι η χειρότερη.   

 «Αυτή η εντύπωση της στερεότητας ή της προβολής είναι η χειρότερη αλήθεια που μπορεί η τέχνη να δώσει, γιατί αυτό που απεικονίζει δεν είναι τίποτα άλλο παρά σκέτη ύλη, προσφέροντας στο μάτι για τροφή αυτό που κανονικά ανήκει στη σφαίρα της αφής. Δεν μπορεί ούτε να διδάξει, ούτε να ανυψώσει ή να τέρψει, παρά μόνο ως κόλπο ταχυδακτυλουργικό [...] Όταν ο σκοπός ενός έργου είναι αυτή, υποδεικνύει και φανερώνει τον χειρότερο και κατώτερο μηχανισμό με τον οποίο μπορεί ν' ασχοληθεί η τέχνη.» 

(Modern Painters I, Part II, Section I, Chapter VI, par. 3)

   Παρακάτω ο Ράσκιν αναφέρεται στον Γάλλο ιστορικό Jean Francois Marmontel, ο οποίος στα απομνημονεύματά του επαινεί υπέρμετρα μια τοπιογραφία, που τον ξεγέλασε τόσο πολύ που προς στιγμή νόμιζε ότι ο πίνακας ήταν παράθυρο που έβλεπε στη φύση. Πράγματι, ο βασικός σκοπός της δυτικής ζωγραφική από το τέλος της Αναγέννησης μέχρι και τον 19ο αιώνα, και ιδιαίτερα σε σχέση με την Ολλανδική και την περίφημη Γαλλική Σχολή, ήταν αυτός: να ξεγελάσει το θεατή αποδίδοντας την εξωτερική όψη των πραγμάτων με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό ώστε να ξεχνάει κανείς ότι η αναπαράσταση δεν είναι η πραγματικότητα. Σε αυτό είχαμε αναφερθεί και σε προηγούμενη ανάρτηση (Τα μιμητικά έθνη και η χυδαιότητα της δυτικής ζωγραφικής) και είχαμε επισημάνει ότι αυτό που θεωρείται από τους ιστορικούς γενικά ως η αποκορύφωση της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, δηλ. οι ψευδαισθητικές αναπαραστάσεις του Απολλοδώρου, του Παρρασίου και του Ζεύξη, ο οποίος ξεγέλασε τα πουλιά που πήγαν να τσιμπήσουν τα σταφύλια που είχε ζωγραφίσει, ήταν στην πραγματικότητα η παρακμή της ή τουλάχιστον η παρακμή που δοξάστηκε από τους Ρωμαίους και  αποθανατίστηκε στα γραπτά τους.  Η ίδια παρακμή που διαιωνίστηκε στη Ρώμη και στους Ελληνιστικούς χρόνους και ξαναγεννήθηκε στην υλιστική και τεχνοκρατική Δυτική Ευρώπη τον 17ο και τον 18ο αιώνα.  Γιατί παρόλο που είναι αλήθεια ότι οι μηχανισμοί της αληθοφάνειας είχαν ανακαλυφθεί εκ νέου ήδη από τον 16ο αιώνα, οι μεγαλύτεροι της Αναγέννησης δεν τους χρησιμοποίησαν ποτέ μ' αυτό τον τρόπο. Κι αυτό γιατί το πλατωνικό πνεύμα είχε μόλις ξαναγεννηθεί στη Φλωρεντία μέσα από τον Πλήθωνα Γεμιστό και τον Μαρσίλιο Φιτσίνο και η Φλωρεντία κατά πάσα πιθανότητα γνώριζε το "κρεβάτι" του Πλάτωνα, όπως αναφέρεται στην Πολιτεία.

   Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί στα έργα του τη λέξη «σκιαγραφία» μάλλον αρνητικά, ως συνώνυμο της απάτης και του επίπλαστου, και κάπου εκεί -φαντάζομαι- τον συναντάει ο Ράσκιν. Οπότε, σε αυτό το σημείο και για να γίνει η φιλοσοφία πρακτική θα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο το καλλιτεχνικό εκπαιδευτικό μας σύστημα, που απαιτεί για την είσοδο στις σχολές καλών τεχνών της χώρας, εξαντλητική εκπαίδευση στην απόδοση εκμαγείων της κλασικής αρχαιότητας με γνήσιο γαλλικό νεοκλασσικό τρόπο -όπου με αυτό νοείται η κιαροσκουρική, ιλουζιονιστική απόδοση αρχαιοελληνικών κλασικών προτύπων που ουδεμία σχέση έχει με το αρχαιοελληνικό κλασικό πνεύμα- είναι όντως Ελληνικό. 

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Οι διαβαθμίσεις του φωτός

Γράφει ο Πάουλ Κλέε στα Σημειωματάριά του (Η Εικαστική σκέψη Ι,  σ. 8):

1. Φυσική τάξη: έννοια του φωτισμού στη φύση. Η φυσική, μη διαρθρωμένη αύξηση ή μείωση του φωτός (κρεσέντο ή ντιμινουέντο), μέσα από τις λεπτές και απειράριθμες διαβαθμίσεις μεταξύ του άσπρου και του μαύρου.

2. Τεχνητή τάξη:αναλυτική διάρθρωση που επιτρέπει να μετρήσουμε το φωτεινό και το σκοτεινό. Διάρθρωση της φωτοσκιαστικής κίνησης με βάση μια κλίμακα με μετρητές σχέσεις συνδυασμών.

Κάποια δικά μου παραδείγματα:

Claude Lorrain: Ηλιοβασίλεμα (1639)
Κλωντ Λορραίν: Η απόβαση της βασίλισσας του Σαβά (1648)


Έγκον Σήλε: Τέσσερα δέντρα (1917)
Έγκον Σήλε: Ηλιοβασίλεμα (1913)

Paul Klee: Eros

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Η αλήθεια της φόρμας και η αλήθεια του χρώματος

   Στο Modern Painters I (II.V.1), ο Ράσκιν χρησιμοποιεί τις ιδέες του Τζον Λοκ όσον αφορά τις ιδιότητες των αντικειμένων (βλ. Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση) για να αποδείξει ότι τα αντικείμενα δεν χαρακτηρίζονται από το χρώμα τους, αλλά από τη φόρμα (την οποία ορίζει ως σχέδιο με φως και σκιά). Σύμφωνα με τον Λοκ υπάρχουν τρία είδη ιδιοτήτων στα αντικείμενα, οι πρωταρχικές (π.χ. μέγεθος, έκταση, σχήμα, αριθμός, κίνηση ή ακινησία κλπ) οι οποίες δεν εγκαταλείπουν ποτέ το σώμα σε όποια κατάσταση κι αν αυτό βρίσκεται και όσες αλλαγές κι αν υποστεί, είτε τις αντιλαμβανόμαστε, είτε όχι· οι δευτερεύουσες, που είναι η δύναμη κάθε σώματος να δράσει πάνω στις αισθήσεις με οποιονδήποτε τρόπο (αισθητές ιδιότητες, π.χ. χρώμα, ήχος, γεύση) και οι οποίες δεν είναι εγγενείς στα αντικείμενα, αλλά υπάρχουν σε συνάρτηση με την δική μας αισθητηριακή αντίληψη αυτών και τρίτον η ικανότητα ενός σώματος να προκαλέσει αλλαγή σε άλλο σώμα ώστε το δεύτερο να δρα διαφορετικά πάνω στις αισθήσεις μας απ' ό,τι έκανε πριν.

   Δεδομένου ότι με βάση αυτή την διάκριση του Λοκ, την οποία ο Ράσκιν ενστερνίζεται, το χρώμα είναι μια δευτερεύουσα ιδιότητα (γιατί είναι αισθητό, μεταβλητό και σχετικό), αυτομάτως ο καλλιτέχνης που αμελεί την αλήθεια της μορφής έναντι της αλήθειας του χρώματος, επιλέγει μια κατώτερη αλήθεια έναντι μιας ανώτερης. Ο Ράσκιν στηρίζει αυτή του την ιδέα δείχνοντας πώς το χρώμα μεταβάλλεται ανάλογα με το φως και τον καιρό, πώς επηρεάζεται από τα γειτονικά χρώματα και πώς το κάθε μάτι αντιλαμβάνεται το χρώμα διαφορετικά. Ως εκ τούτου, είναι η μεταβλητότητα και η σχετικότητα του χρώματος που το καθιστά δευτερεύον για τον καλλιτέχνη.

  Ενώ όμως το χρώμα είναι όντως μεταβλητό και εν μέρει σχετικό (όπως έδειξαν στη δυτική ζωγραφική, για παράδειγμα, οι Ιμπρεσιονιστές) θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το χρώμα είναι μια σταθερά, όχι ως τοπικό χρώμα, αλλά ως κύκλος δυνατοτήτων (δύναμη). Κι αυτό γιατί μέχρι στιγμής η φύση δεν μας έχει δώσει γαλάζιο τριαντάφυλλο (όσο κι αν το ονειρεύτηκαν οι ποιητές) και γιατί το χρώμα του κάθε αντικειμένου μέσα στη φύση σε όσες καταστάσεις κι αν βρεθεί και όσες αλλαγές κι αν υποστεί, έχει ένα όριο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να πάει. Έτσι θα μπορούσαμε ενδεχομένως να πούμε ότι το τριαντάφυλλο ως νοητό είναι λευκοροζκιτρινοπορτοκαλοκόκκινο (βλέποντας ταυτόχρονα όλα τα δυνατά χρώματα που μπορεί ποτέ να έχει, τοπικά ή οπτικά), ποτέ όμως μπλε, μαύρο, καφέ ή πράσινο. Άλλωστε, θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι οι πρωταρχικές ιδιότητες του Λοκ είναι νοητές, ενώ οι δευτερεύουσες, αισθητηριακές, γιατί οι μεν δεν εξαρτώνται από τον παρατηρητή και τις αισθήσεις, ενώ οι δε εξαρτώνται. Βλέποντας όμως τις δευτερεύουσες ποιότητες στην ολότητά τους ως δύναμη, τις βλέπουμε στη νοητή τους διάσταση (και όχι την αισθητηριακή) και εκεί αυτή η διάκριση καταρρίπτεται γιατί είναι τόσο ανεξάρτητες από την αντίληψη του υποκειμένου, όσο και οι πρωταρχικές. 

  Έτσι, το χρώμα στη νοητή του διάσταση είναι τόσο σταθερό και αμετάβλητο, όσο και η μορφή.

   Βέβαια, ο Ράσκιν δεν μιλάει καθόλου για τη σχετικότητα της μορφής, την οποία θεωρεί αναλλοίωτη, παρόλο που ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μπορεί να έχει εκατό ή λιγότερα πέταλα, να είναι κοντό ή ψηλό, καλοφτιαγμένο ή όχι και τόσο. Πάνω σε αυτές τις γραμμές άλλωστε στηρίχτηκε και η συλλογιστική του Μπέρκλεϋ για να καταρρίψει το επιχείρημα του Λοκ περί αναλλοίωτων πρωταρχικών ιδιοτήτων.

   Πέρα όμως από τη φιλοσοφία του Λοκ και τις άπειρες συζητήσεις που έκτοτε έχει αυτή προκαλέσει, ο βασικός σκοπός όλης της συλλογιστικής του Ράσκιν στο συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι να αποδείξει ότι δεν είναι το χρώμα αυτό που χαρακτηρίζει τα αντικείμενα (αλλά η φόρμα και το κιαροσκούρο).


   Σε μεταγενέστερο έργο του γράφει όσον αφορά τη σχέση μεταξύ χρώματος και μορφής (Seven Lamps of Architecture, Chapter IV: The Lamp of Beauty, §§ 36-38) ότι αν παρατηρήσουμε τα χρώματα της φύσης, θα δούμε ότι το χρώμα δεν ακολουθεί ποτέ τη μορφή. Υπάρχει και ποια είναι η μυστηριώδης σχέση που έχει η ανατομία της ζέβρας με τις ρίγες της ή της λεοπάρδαλης με τις βούλες της; Και ενώ όντως το ερώτημα για τη σχέση μεταξύ χρώματος και μορφής παραμένει καίριο και εξαιρετικά ενδιαφέρον, αυτομάτως σκέφτομαι όσον αφορά αυτό που χαρακτηρίζει τα πράγματα, ότι τόσο την ζέβρα, όσο και τη λεοπάρδαλη, περισσότερο τις χαρακτηρίζει το χρώμα τους από οτιδήποτε άλλο. Γιατί αν δούμε άσπρες και μαύρες ρίγες, όπως στο δέρμα μια ζέβρας, ή βούλες όπως στο σώμα μιας λεοπάρδαλης, χώρια από τα αντικείμενα που συνοδεύουν, το πρώτο πράγμα που θα μας έρθει στο μυαλό είναι η ζέβρα και η λεοπάρδαλη, και όχι κάποιος τοίχος ζωγραφισμένος με αυτά τα χρώματα και τα σχήματα. Ενώ αν δούμε τη σιλουέτα μιας ζέβρας χωρίς το χρώμα, μπορεί να νομίζουμε ότι βλέπουμε ένα άλογο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο της οικογένειας των ιππιδών. Το ίδιο και για την λεοπάρδαλη.

   Ως εκ τούτου, το χρώμα ενίοτε μπορεί να χαρακτηρίζει τα αντικείμενα περισσότερο από τη φόρμα και γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να ψάξουμε κάπου άλλου από τις πρωταρχικές και δευτερεύουσες ιδιότητες του Λοκ για να βρούμε αυτό που χαρακτηρίζει το κάθε αντικείμενο.

Το χρώμα που ονειρεύτηκε ο Βαν Γκογκ
















Images courtesy of www.icon-art.info