Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Τα μιμητικά έθνη και η χυδαιότητα της δυτικής ζωγραφικής

    Κάνω μια ανασκόπηση στη δυτική ζωγραφική από την Αναγέννηση και μετά και συνειδητοποιώ γιατί στην Ελλάδα οι διαφορετικές αντιλήψεις και τα ρεύματα που επικράτησαν στη δυτική Ευρώπη, ίσως και να μην μπορούσαν ποτέ να ριζώσουν ή να καρποφορήσουν στην Ελλάδα. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που έγινε στη Δύση. Αυτό για πολλούς διαφορετικούς λόγους, ο σημαντικότερος εκ των οποίων δεν είναι οι εντελώς διαφορετικές κοινωνικοπολιτιστικές συνθήκες, η ιστορία, η Τουρκοκρατία και τα σχετικά. Όχι. Ο σημαντικότερος λόγος που η Ελλάδα δεν μπόρεσε ποτέ να συμμετάσχει με την ψυχή της στα δυτικά ρεύματα και δρώμενα είναι επειδή το φως του Ελληνικού πνεύματος είναι εντελώς διαφορετικό.
   Οι Έλληνες δεν έβλεπαν ποτέ τα πράγματα με τον τρόπο που τα έβλεπαν οι Ευρωπαίοι. Δεν τους ενδιέφερε ποτέ η απομίμηση της πραγματικότητας με τον τρόπο που το έκαναν οι Δυτικοί. Τους νατουραλιστές και ρεαλιστές ζωγράφους που προσπαθούν να ξεγελάσουν τον θεατή επιδιώκοντας τη δημιουργία εικονικών αντιγράφων της πραγματικότητας, ο Πλάτωνας τους απορρίπτει από την Πολιτεία του.
   Όταν οι καλλιτέχνες στην Αναγέννηση ανακάλυψαν εκ νέου την γραμμική προοπτική και τη λειτουργία του φωτός και της σκιάς στη δημιουργία της ψευδαίσθησης της πραγματικότητας, και την εντύπωση της προβολής και της υποχώρησης για τη δημιουργία του χώρου που συνεχίστηκε στο μπαρόκ με τον Ρούμπενς χρωματικά και τον Ρέμπραντ κιαροσκουρικά, στην πραγματικότητα δεν  ανακάλυπταν τίποτα περισσότερο απ' όσα ήδη γνώριζε η αρχαία Ελληνική ζωγραφική. Η χυδαιότητα που βρήκε την αποθέωσή της στους Ρωμαίους και στους Ελληνιστικούς χρόνους, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από τα γραφόμενα στο 35ο βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας του Πλίνιου και από έργα όπως τα περίφημα πορτρέτα Φαγιούμ, είχε ήδη δρομολογηθεί από τα τέλη του 5ου αιώνα όταν η Αθήνα πέρασε πια στην φθίνουσα φάση της, με τον Απολλόδωρο που «πρώτος επιχείρησε να αποδώσει την εξωτερική όψη των πραγμάτων» (όπως μας λέει ο Πλίνιος, παρ.60) και τον Ζεύξη τα σταφύλια του οποίου ξεγέλασαν τα πουλιά (παρ. 65).  
   Το Ελληνικό Φως όμως δεν κρύπτει την πραγματικότητα, αλλά την αποκαλύπτει. Γι΄αυτό ακριβώς το λόγο δεν έχει ανάγκη ούτε να δώσει την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, ούτε να ξεγελάσει το θεατή. Ακόμα και σε κινήματα του 19ου αιώνα όπου η ζωγραφική είχε αρχίσει να απελευθερώνεται από την ψευδαισθητική τυραννία της απατηλής ομοιότητας, το δυτικό φως δεν μπόρεσε να υπερβεί τα όριά του. Ακόμα και στα έργα ενός Μονέ για παράδειγμα, η παλέττα και το φως είναι σεληνιακό και εκεί που προηγουμένως αναγκαζόταν να συμπτυχθεί σε προβάλλουσες σφαιρικές φόρμες μέσω αρμογών και προσεκτικών διαβαθμίσεων, τώρα κάνει μετατροπία και μεταφράζεται χρωματικά σε μια σεληνιακή παλέτα που είναι γέννημα θρέμμα του Ζιβερνύ.
      Ας πάψει λοιπόν το Ελληνικό Πνεύμα να προσπαθεί να μιμηθεί το δυτικό φως, γιατί ούτε το χρειάζεται, ούτε και έχει να ζηλέψει κάτι από αυτό.